- ερυθρόφαιος
- -η, -ο1. αυτός που έχει χρώμα ερυθρό που αποκλίνει προς το φαιό, ο σταχτοκόκκινος, ο γκριζοκόκκινος2. αυτός που είναι σε μερικά μέρη ερυθρός και σε άλλα φαιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + φαιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.